- ὀρόδαμνος
- ὀρόδαμνοςboughmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορόδαμνος — ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α) κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. τού αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση τού F με ο (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως τού ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος… … Dictionary of Greek
ὀροδάμνοις — ὀρόδαμνος bough masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδάμνους — ὀρόδαμνος bough masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροδάμνων — ὀρόδαμνος bough masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόδαμνοι — ὀρόδαμνος bough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόδαμνον — ὀρόδαμνος bough masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οροδαμνίς — ὀροδαμνίς, ἡ (Α) [ορόδαμνος] μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι … Dictionary of Greek
ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek
ροδάμνι — και ροδάμι, το, Ν βοτ. κλώνος, κλωνάρι, βλαστός, ο αρχ. ῥάδαμνος ή όρόδαμνος* («να μπουμπουκιάσει το κλαρί, ν ανοίξει το ροδάμι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ροδάμνιον, υποκορ. τού ῥόδαμνος «βλαστός, κλωνάρι»] … Dictionary of Greek
όραμνος — ὄραμνος, ὁ (Α) βλ. ορόδαμνος … Dictionary of Greek